-
1 λαρυγγίζω
A shout lustily, D.18.291, Phld.Rh.1.200 S., Luc.Am.36; of the raven, croak, Anon. ap. Suid.: c. acc. cogn., bawl out,τάδε Ath.9.383f
.II trans., outdo in shouting,λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας Ar.Eq. 358
; acc. to others, will cut their throats, v. Sch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαρυγγίζω
См. также в других словарях:
λαρυγγίζω — (AM λαρυγγίζω) [λάρυγξ] νεοελλ. μσν. μιλώ με τον λάρυγγα, βγάζω λαρυγγική φωνή μσν. αγορεύω, εκφωνώ (μσν. αρχ.) φωνάζω δυνατά αρχ. 1. (για πτηνά) κρώζω 2. κάνω κάποιον να σταματήσει να φωνάζει, φωνάζοντάς του δυνατότερα («λαρυγγιῶ τοὺς ῤήτορας»… … Dictionary of Greek